ζωωτός

ζωωτός
ζῳωτός, -όν, θηλ. και -ή (Α)
αυτός που είναι ζωγραφισμένος, κεντημένος ή διακοσμημένος με εικόνες ζώων («ζῳωτὸς χιτών», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ)* + κατάλ. -ωτός (πρβλ. αγκυλ-ωτός, οδοντ-ωτός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • SIGILLA — in vestibus, ζώδια sunt, h. e. sigurae vel hominum vel bestiarum, aurô vel purpurâ expressae: sicut clavit, Graecis σημεῖα, rotundae vel quadratae solum, imaginem nullam exprimentes. Hinc ζωδιωτὰ, sigillata. Hesychio, ζωδιωτὸς χιτὼν, sigillata… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ζωδιωτός — ζῳδιωτός, ή, όν (Α) ζωωτός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + κατάλ. ωτός (πρβλ. αρθρ ωτός, οδοντ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”